- τυπάδα
- η / τυπάς, -άδος, ΝΑνεοελλ.1. βαρύ σιδερένιο σφυρί, βαριά, βαριοπούλα2. σφυρί από μαλακή ύλη κατάλληλο για την αβλαβή λύση ή συναρμολόγηση μηχανήματος3. σφύρα από χοντρό κυλινδρικό ξύλο, χρησιμοποιούμενη για ισοπέδωση χωμάτωναρχ.σφυρί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπ-τω + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. λαμπ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.